- συγκελλάριος
- ὁ, Α(για μονομάχους) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με άλλον, σύντροφος, εταίρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κέλλα «δωμάτιο μοναστηριού, κελλί μοναχού» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.